πρίζα

πρίζα
πρίζα, η και μπρίζα, η
(λ. γαλλ.), εξάρτημα ηλεκτρικής εγκατάστασης, αλλ. ρευματολήπτης ή ρευματοδότης: Βάλε το σίδερο στην πρίζα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πρίζα — και μπρίζα, η, Ν εξάρτημα ηλεκτρικής συσκευής ή εγκατάστασης που χρησιμοποιείται για τη λήψη ρεύματος, ρευματοδότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. prise «λήψη» < prendre «παίρνω»] …   Dictionary of Greek

  • ρευματοδότης — ο, Ν (ηλεκτρολ.) συνήθης διάταξη στις ηλεκτρικές εγκαταστάσεις που φέρει εσωτερικούς ακροδέκτες, οι οποίοι είναι μόνιμα συνδεδεμένοι με το ηλεκτρικό δίκτυο τής εγκατάστασης, κν. πρίζα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρεύμα, ατος + δότης (< δίδωμι), απόδοση στην …   Dictionary of Greek

  • μπρίζα — η βλ. πρίζα …   Dictionary of Greek

  • ρευματοδότης — ο η πρίζα του οικιακού ηλεκτρικού δικτύου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φις — το άκλ. (λ. γαλλ.), ρευματολήπτης, εξάρτημα με δύο ή περισσότερες μετάλλινες προεξοχές που μπαίνουν σε αντίστοιχες τρύπες του ρευματοδότη (της πρίζας): Βάλε το φις στην πρίζα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”